- αντίθεος
- αντίθεος , -η, -ο1) богоборческий, нечестивый;2) αντίθεος ο дьявол, сатана, богоборец
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Ἀντίθεος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίθεος — equal to the gods masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίθεος — η, ο (Α ἀντίθεος, έη, ον) 1. άπιστος, άθεος 2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίθεος ο διάβολος νεοελλ. μτφ. άδικος και σκληρός αρχ. το αρσ. ως ουσ. εχθρική θεότητα … Dictionary of Greek
αντίθεος — η, ο 1. ο άθεος, ο ασεβής: Στον τόπο του πολλοί τον θεωρούσαν αντίθεο. 2. το αρσ. ως ουσ., αντίθεος και αντιθεός ο διάβολος: Αυτός έχει Θεό και αντιθεό μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιθέων — ἀντίθεος equal to the gods fem gen pl ἀντίθεος equal to the gods masc/neut gen pl ἀντιθέω run against pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ἀντιθέω run against pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέως — ἀντίθεος equal to the gods adverbial ἀντίθεος equal to the gods masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέη — ἀντίθεος equal to the gods fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέην — ἀντίθεος equal to the gods fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέης — ἀντίθεος equal to the gods fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιθέοιο — Ἀντίθεος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέοιο — ἀντίθεος equal to the gods masc/neut gen sg (epic) ἀντιθέω run against pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀντιθέω run against pres opt mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)